- διατρέπομαι
- διατρέπωturn awaypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιατρέπομαι — Α νιώθω ντροπή, ντρέπομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διατρέπομαι «φοβάμαι, ντρέπομαι»] … Dictionary of Greek